Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Καμία βελτίωση στις μεγάλες λίμνες

Στις περισσότερες από τις 23 καταγράφεται μείωση των ποσοτικών και ποιοτικών οικολογικών χαρακτηριστικών τους
Του ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΙΓΓΑΝΑ, Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Ανέφικτος θεωρείται πλέον ο περιβαλλοντικός στόχος για καλή οικολογική κατάσταση των ελληνικών λιμνών το 2015, σύμφωνα με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ. Οι περισσότερες από τις 23 μεγαλύτερες λίμνες της χώρας, για τις οποίες υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα, δείχνουν (με ελάχιστες εξαιρέσεις) μείωση των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών τους, ενώ όπου παρατηρείται βελτίωση των οικολογικών χαρακτηριστικών, είναι προσωρινή ή συγκυριακή. Σε καλύτερη κατάσταση από τις φυσικές λίμνες φαίνεται να είναι οι τεχνητές (φραγμαλίμνες).
Η έρευνα για το φυτοπλαγκτόν, την τροφική και οικολογική κατάσταση των λιμνών διεξάγεται στο Τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ από το 1984 και σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε στην «Κ» η αναπληρώτρια καθηγήτρια του τμήματος κ. Μαρία Μουστάκα-Γούνη: «Καμία από τις φυσικές λίμνες (Βεγορίτιδα, Βιστωνίδα, Βόλβη, Δοϊράνη, Ζάζαρη, Ισμαρίδα, Καστοριάς, Μεγάλη Πρέσπα, Μικρή Πρέσπα, Παμβώτιδα, Πετρών, Τριχωνίδα, Υλίκη, Χειμαδίτιδα) δεν παρουσίασε καλή οικολογική ποιότητα, κατά τη διάρκεια της έρευνας. Μόνο η Υλίκη παρουσίασε καλή ποιότητα νερού την περίοδο 2007-2008». Στη λίμνη Καστοριάς καταγράφηκε βελτίωση της ελλιπούς οικολογικής ποιότητας τη δεκαετία 1999-2008, που όμως δεν διατηρήθηκε. Κατά το 2010 και 2011 παρατηρήθηκαν έντονα φαινόμενα άνθισης κυανοβακτηρίων με συμμετοχή τοξικών ειδών.
Η κατάσταση στην άλλη αστική λίμνη της χώρας, την Παμβώτιδα, παραμένει ελλιπής μέχρι σήμερα με έντονα φαινόμενα άνθισης κυανοβακτηρίων. Η Βεγορίτιδα από το 1987 παρουσίασε διακυμάνσεις από τη μέτρια στην ελλιπή με πρόσφατες (2011) ενδείξεις βελτίωσης προς μέτρια κατάσταση. Η Βόλβη από το 1984 παρουσιάζει σταθερότητα στη μέτρια κατάσταση με τάσεις προς ελλιπή. Στη Βιστωνίδα έχουν καταγραφεί αναπτύξεις ανεπιθύμητων μικροοργανισμών και ελλιπής ποιότητα. Η διασυνοριακή λίμνη Δοϊράνη παρουσιάζει υποβάθμιση της ποιότητας μετά το 1996 και μετάβαση από τη μέτρια στην ελλιπή ποιότητα. Οι λίμνες Ζάζαρη και Χειμαδίτιδα παρουσιάζουν ελλιπή - κακή οικολογική ποιότητα. Η λίμνη Πετρών παρουσιάζει μέτρια-ελλιπή ποιότητα.
Η Μικρή Πρέσπα παρουσιάζει διακύμανση, από μέτρια έως ελλιπή ποιότητα. Μέτρια ποιότητα εμφανίζει και η Μεγάλη Πρέσπα, λίμνη μεγάλης σημασίας για τη βιοποικιλότητα στην Ευρώπη. Η πιο ρηχή λίμνη, η Ισμαρίδα (βάθος 1 μ.) παρουσιάζει ελλιπή ποιότητα παρά τη μοναδική βιοποικιλότητα που ακόμη διατηρεί. Και η βαθιά λίμνη της χώρας, η Τριχωνίδα χαρακτηρίσθηκε ως μέτριας ποιότητας.
Καλό οικολογικό δυναμικό
Οσον αφορά τις φραγμαλίμνες, όλες, πλην της Κερκίνης, εμφανίζουν γενικά καλύτερη ποιότητα. Στην κορυφή η λίμνη Ταυρωπού (Πλαστήρα), που σύμφωνα με τα δεδομένα του τμήματος Βιολογίας (1987-1988) ορίσθηκε υψηλής ποιότητας για τη μεσογειακή ζώνη στην Ευρώπη. Παρουσιάζει καλό οικολογικό δυναμικό με διακυμάνσεις ανάμεσα σε υψηλή και καλή ποιότητα και τάση για μέτρια κατά περιόδους. Οι φραγμαλίμνες Αισύμης, Θησαυρού, Πλατανόβρυσης και Πολυφύτου παρουσιάζουν διακυμάνσεις, από καλή έως μέτρια ποιότητα. Στον Μαραθώνα καταγράφηκε μέτρια οικολογική ποιότητα νερού το 2007. Από τις μετρήσεις προκύπτει «ότι η λειτουργία της κάθε φραγμαλίμνης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διαχείριση της οικολογικής ποιότητας με εργαλείο την ταχύτητα ανανέωσης των υδάτων».
«Τα νέα ερευνητικά δεδομένα της ομάδας μας, με ανάλυση των χρήσεων γης στις λεκάνες απορροής των λιμνών και δεικτών οικολογικής ποιότητας του νερού, δείχνουν ότι οι ελληνικές και εν γένει οι μεσογειακές λίμνες είναι περισσότερο ευαίσθητες στις γεωργικές και αστικές χρήσεις γης σε σύγκριση με λίμνες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης», τονίζει η κ. Μουστάκα. «Η αποκατάσταση των λιμνών μας μπορεί να είναι βιώσιμη σε πιο αυστηρά όρια περιβαλλοντικών παραμέτρων από αυτά της Β. Ευρώπης. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ελληνική πραγματικότητα όπου υφίστανται πιέσεις και ο περιβαλλοντικός στόχος του 2015 θα παραμένει ανέφικτος».
Η ρύπανση στα ποτάμια δεν είναι εξ ολοκλήρου ελληνική υπόθεση
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Μείωση της ετήσιας απορροής των ελληνικών ποταμών ως επακόλουθο της πτωτικής τάσης των βροχοπτώσεων σε πολλές περιοχές του πλανήτη λόγω της κλιματικής αλλαγής παρατηρείται τα τελευταία 50-70 χρόνια.
Οι ετήσιες απορροές των ποταμών βοιωτικού Κηφισού, Σπερχειού, Ευήνου, Αχελώου, Αραχθου, Πηνειού και Αλιάκμονα εμφανίζουν ποσοστά ετήσιας μείωσης 0,3% μέχρι 2,4%, αλλά δεν διαφέρουν από την παρατηρούμενη μείωση σε λεκάνες άλλων χωρών. Το ζήτημα της ποσότητας, της ποιότητας, της ρύπανσης, της βελτίωσης των νερών στα ποτάμια της χώρας δεν είναι εξ ολοκλήρου ελληνική υπόθεση, επισημαίνουν οι επιστήμονες. Κι αυτό γιατί τα μεγαλύτερα ποτάμια μας πηγάζουν σε άλλες χώρες. Σχεδόν το 1/4 (13 km3/έτος) των επιφανειακών νερών της Ελλάδας προέρχονται από πηγές άλλων χωρών (Βουλγαρία, FYROM, Τουρκία). Από τους υδατικούς πόρους της χώρας διακρατικοί είναι οι ποταμοί Εβρος (με τους παραπόταμους Αρδα και Ερυθροπόταμο), Νέστος, Στρυμόνας, Αξιός και Αώος. Από αυτούς, μόνο για τον Αώο η Ελλάδα αποτελεί ανάντη χώρα και σ' αυτό το τμήμα του ο Αώος εμφανίζει την καλύτερη ποιότητα νερών.
Οι κύριες πηγές ρύπανσης στα ελληνικά ποτάμια, παραπόταμους και ρέματα εντοπίζονται στις γεωργικές δραστηριότητες (εντατική μη ορθολογική χρήση λιπασμάτων, ζιζανιοκτόνων, εντομοκτόνων) στα αστικά και όμβρια λύματα και στα βιομηχανικά απόβλητα. Τα νερά των ποταμών (και των λιμνών Δοϊράνης, Μικρής και Μεγάλης Πρέσπας) της Β. Ελλάδας επιβαρύνονται με τη ρύπανση που μεταφέρεται από τις γειτονικές χώρες.
Περισσότερο προβληματικός από άποψη ρύπανσης θεωρείται ο Αξιός και λιγότερο ο Νέστος και ο Στρυμόνας. Ο Αξιός ρυπαίνεται από βιομηχανίες της FYROM, αλλά και επί ελληνικού εδάφους (Κιλκίς). Στον Νέστο καταγράφεται ρύπανση που μεταφέρεται επί ελληνικού εδάφους λόγω της διέλευσής του από παράνομες χωματερές στη Βουλγαρία, ενώ για τον Εβρο τίθεται ζήτημα διακρατικής ρύθμισης μεταξύ Βουλγαρίας-Τουρκίας και Ελλάδας για την αντιμετώπιση των πλημμυρικών φαινομένων.
Υψηλό τίμημα
Ο Αλιάκμονας, ο μεγαλύτερος σε μήκος ελληνικός ποταμός μετά την πλήρωση της φραγμαλίμνης του Ιλαρίωνα (θ' αρχίζει να «γεμίζει» τον Ιούλιο και θα διαρκέσει ένα χρόνο), θα αποτελεί το μοναδικό υδάτινο οικοσύστημα της χώρας με τέσσερις διαδοχικές λίμνες σε τρεις νομούς. Πληρώνει ωστόσο υψηλό τίμημα γι' αυτήν την ιδιαιτερότητα, καθώς μετά τη Βέροια η ροή του σχεδόν μηδενίζεται και «αναγεννάται» έως τις εκβολές του στο Θερμαϊκό από παραποτάμους (π.χ. τάφρος 66) και τοπικά ρέματα.
Σύμφωνα με την Εκθεση του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Αναπτυξης (2008) ο Ασωπός λόγω της ανθρωπογενούς ρύπανσης, ο Πηνειός Ηλείας, ο Λουδίας Θεσσαλονίκης, το ρέμα Σουλού της Πτολεμαΐδας και τμήμα του Αλφειού δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για παραγωγή πόσιμου νερού έπειτα από επεξεργασία. Προβληματική, αν και εντός επιτρεπόμενων ορίων, είναι η ποιότητα των νερών του Πηνειού Θεσσαλίας, του Τιταρήσιου και του Κόσυνθου.
Παράδειγμα προς αποφυγή η Κορώνεια
Η λίμνη Κορώνεια της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται ως το πιο υποβαθμισμένο, σχεδόν κατεστραμμένο, υδάτινο οικοσύστημα της Ελλάδας. Λόγω της ανικανότητας που έχουν επιδείξει επί 15 χρόνια κυβερνητικοί μηχανισμοί και τοπικοί φορείς διοίκησης να παρέμβουν αποτελεσματικά στη διαρκή υποβαθμισή της, αποτελεί οικολογικό όνειδος για τη χώρα.
Αν και προστατευόμενη από διεθνείς συμβάσεις και ρυθμιστικές πράξεις (σύμβαση Ramsar, δίκτυο Natura 2000, οδηγία Ε.Ε. για τις Ειδικά Προστατευόμενες Περιοχές,οδηγία ΕΟΚ για περιοχές Κοινοτικού Ενδιαφέροντος, σύμβαση Βαρκελώνης κ.ά.) είναι ευρωπαϊκό παράδειγμα προς αποφυγήν. Η Κομισιόν, αφού πρώτα απέσυρε την οικονομική της συμμετοχή στο σχεδιο ανασυγκρότησης του υγρότοπου, στη συνέχεια παρέπεμψε την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης η χώρα θα αναγκαστεί να καταβάλλει ημερησίως βαρύτατο πρόστιμο.
Το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης που εφαρμόστηκε στην περιοχή τις δεκαετίες '70 - '80 θεωρείται η αιτία του κακού: Δεκάδες βιομηχανικές και κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις χωρίς περιβαλλοντική μελέτη, ατιμωρησία περιστατικών ρύπανσης, αστικά λύματα, υπεράντληση υδάτων, αδυναμία εκτελεσης έργων προστασίας κ.ά. Είναι η μοναδική λίμνη στην οποία έχει καταγραφεί ο μαζικότερος θάνατος ψαριών (1995) και ο μαζικότερος θάνατος πουλιών (2004), ενώ οι ειδικοί τη θεωρούν το πιο απρόβλεπτο οικοσύστημα της χώρας.
«Η πρώην λίμνη Κορώνεια και η μετα-δημιουργηθείσα λίμνη Κάρλα αποτελούν δύο ξεχωριστά υδάτινα συστήματα με ραγδαίες μεταβολές και μαζικούς θανάτους πουλιών και ψαριών» επισημαίνει η αν. καθηγήτρια Βιολογίας του ΑΠΘ κ. Μαρία Μουστάκα. Στην Κορώνεια -τονίζει- η αποκατάσταση «άργησε μια μέρα». «Εδώ που φτάσαμε, η βιώσιμη λύση είναι η δημιουργία λίμνης με κατάλληλα χαρακτηριστικά σύμφωνα με τη φέρουσα ικανότητα της λεκάνης απορροής της και την ιστορία του πυθμένα της».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου